-
1 вариация
1. астр. η απόκλισ/ηсолнечносуточные - и οι ηλιακές ημερήσιες αποκλίσεις/μεταβολές2. мат. η μεταβολή διάταξης 3. (видоизменение) η παραλλαγή 4. муз. η παραλλαγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вариация
-
2 вариант
-
3 разновидность
-
4 оттенок
-нка α.1. απόχρωση, χροιά, τόνος•различные -и синего цвета διάφορες αποχρώσεις του κυανού χρώματος•
светлый оттенок ανοιχτή απόχρωση.
2. μτφ. παραλλαγή• ετερομορφία•новый оттенок значения слова νέα παραλλαγή της σημασίας της λέξης.
3. μτφ. τόνος, ύφος•говорить с -ом пренебрежения μιλώ με περιφρονητικό ύφος.
-
5 вариант
η άλλη εκδοχήη παραλλαγή, η άλλη ερμηνεία-ность ο αριθμός των εκδοχών/ερμηνειών/εναλλακτικών μορφών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вариант
-
6 видоизменение
1. (действие) η τροποποίησηη μεταβολήη μετατροπήη αλλαγή2. (разновидность чего-л.) η παραλλαγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > видоизменение
-
7 камуфляж
η παραλλαγή, η απόκρυψη, το καμουφλάζ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камуфляж
-
8 маскирование
η παραλλαγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маскирование
-
9 вариант
вариантм1. (разновидность) ἡ ίίλλη ἐκδοχή, ἡ ἄλλη ἐρμηνεία;2. (разночтение) ἡ παραλλαγή, ἡ διάφορος γραφή κειμένου, ἡ διττογραφία. -
10 вариация
вариацияж ἡ παραλλαγή. -
11 видоизменение
видоизменениес1. (действие) ἡ τροποποίηση, ἡ μεταβολή, ἡ μετατροπή, ἡ ἀλλαγή·2. (разновидность) ἡ παραλλαγή. -
12 разновидность
разновидностьж ἡ ποικιλία, ἡ παραλλαγή. -
13 аметист
-а α.αμέθυστος (ημιπολύτιμος λίθος, παραλλαγή χαλαζία). -
14 вариант
-а α.παραλλαγή• εκδοχή• ετερομορφία, -σμός. -
15 вариация
-и θ.παραλλαγή• απόκλιση. -
16 камуфляж
-а α. (στρατ.) καμουφλάζ, -ρισμα, παραλλαγή. -
17 маскирование
-я ουδ.1. μεταμφίεση, μασκάρεμα.2. καμουφλάρισμα, παραλλαγή. || απόκρυψη, κάλυψη, συγκάλυψη. -
18 нюанс
-а α.απόχρωση, παραλλαγή•нюанс цвета απόχρωση χρώματος•
нюанс произношения απόχρωση προφοράς.
-
19 разновидность
-и θ.1. παραλλαγή• ποικιλ-λία•разновидность пшеницы ποικιλία σιταριού.
2. μτφ. ιδιομορφία. -
20 разночтение
-я ουδ.παραλλαγή• διασκευή (λογοτεχνικού κειμένου, έργου).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παραλλαγή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… … Dictionary of Greek
παραλλαγή — η μικρή διαφορά ανάμεσα σε ζώα ή φυτά ή πράγματα: Ο σκύλος είναι παραλλαγή του λύκου. – Υπάρχουν πολλές παραλλαγές αυτού του δημοτικού τραγουδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλλαγῇ — παραλλάσσω cause to alternate aor subj pass 3rd sg παραλλάσσω cause to alternate aor subj pass 3rd sg παραλλαγή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουαμαρίνα — Παραλλαγή του ορυκτού βηρυλλίου (βλ. λ.) που χαρακτηρίζεται από υποκύανο έως έντονο γαλάζιο χρώμα, και οφείλεται στην παρουσία οξειδίων του σιδήρου. Είναι από τους ευρύτατα χρησιμοποιούμενους διακοσμητικούς λίθους και απαντάται σε γρανιτικά… … Dictionary of Greek
αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… … Dictionary of Greek
νεφρίτης της Κίνας — Παραλλαγή του ορυκτού ιαδείτη, που είναι πυριτικό άλας του νατρίου και του αργιλίου. Βρίσκεται σε μορφή κροκαλών (αποστρογγυλωμένα χαλίκια), μαζί με μεταμορφωμένα πετρώματα. Ο ν. της Κ. είναι ινώδης και, χάρη στις ωραίες του αποχρώσεις και στην… … Dictionary of Greek
οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… … Dictionary of Greek
παραλλαγαῖς — παραλλαγή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλλαγαί — παραλλαγή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλλαγῆς — παραλλαγή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)